- πέφραδον
- πέφραδον, πεφραδέειν: see φράζω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πέφραδον — φράζω point out aor ind act 3rd pl (epic) φράζω point out aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)